ἀγραίων

ἀγραίων
ἀγραῖος
of the chase
fem gen pl
ἀγραῖος
of the chase
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀγραίων — Ἄγραιος fem gen pl Ἄγραιος masc/neut gen pl Ἀγραί̱ων , Ἀγραῖος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγραία — Ονομασία περιοχής που στην αρχαιότητα περιλάμβανε μέρος της Αιτωλίας και μέρος της Ακαρνανίας και η οποία ονομαζόταν επίσης Αγραΐς.Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Αγραίοι ή Αγραείς. Ο Θουκυδίδης αναφέρει (Γ’, 111, 114) πως ο βασιλιάς των Αγραίων… …   Dictionary of Greek

  • Καρπενησίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Καρπενήσι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 97 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 58 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές επιτροπείες: Καρπενησίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”